Перевод: с немецкого на все языки
τὰ ἕτερα
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἑτέρα — ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc/acc dual ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρᾳ — ἑτέρᾱͅ , ἕτερος D Mort. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕτερα — ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θατέρα — ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc/acc dual ἑτέρᾱ , ἕτερος D Mort. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θατέρας — ἑτέρᾱς , ἕτερος D Mort. fem acc pl ἑτέρᾱς , ἕτερος D Mort. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτέρας — ἑτέρᾱς , ἕτερος D Mort. fem acc pl ἑτέρᾱς , ἕτερος D Mort. fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θατέραι — ἑτέρᾱͅ , ἕτερος D Mort. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θατέραν — ἑτέρᾱν , ἕτερος D Mort. fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θατέρᾳ — ἑτέρᾱͅ , ἕτερος D Mort. fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάτερ' — ἕτερα , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl ἕτερε , ἕτερος D Mort. masc voc sg ἕτεραι , ἕτερος D Mort. fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάτερα — ἕτερα , ἕτερος D Mort. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)